- επιστολίδιον
- ἐπιστολίδιον, τὸ (AM)επιστόλιον.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιστολίδιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιστολιδίοις — ἐπιστολίδιον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)